- ὑπέρψυχον
- ὑπέρψυχοςtoo strong for the soulmasc/fem acc sgὑπέρψυχοςtoo strong for the soulneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
υπέρψυχος — ον, Α αυτός που έχει δύναμη μεγαλύτερη από την ψυχή («ὑπέρψυχον σῶμα», Πλάτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ * + ψυχος (< ψυχή), πρβλ. ἔμ ψυχος] … Dictionary of Greek